- βρυχηθμούς
- βρυχηθμόςroaringmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] … Dictionary of Greek